ομόχροια

ομόχροια
ὁμόχροια, ἡ (ΑΜ, Α και ὁμοχροίη) [ομόχρους]
ομοιότητα τού χρώματος, ομοχρωμία («ἔχουσαι τὴν κοιλίαν ὅλην δασεῑαν ἐρίων πλήθει και μαλακότητι καὶ ὁμοχροίᾳ», Γεωπ.)
αρχ.
1. η λεία, η ομαλή επιφάνεια τού ανθρώπινου σώματος, το δέρμα
2. (στον τ. ὁμοχροΐη) η εσωτερική και η εξωτερική επιφάνεια τού κρανίου
3. η επιφάνεια τού οφθαλμού
4. μτφ. η επιφάνεια, γενικά («οὐδὲ ἅπτεται ταῡτα τῆς ὁμοχροίας», Πλάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὁμοχροίᾳ — ὁμοχροίᾱͅ , ὁμόχροια sameness of colour fem dat sg (attic doric aeolic) ὁμοχροίᾱͅ , ὁμόχροια sameness of colour fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόχροια — sameness of colour fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοχροίας — ὁμοχροίᾱς , ὁμόχροια sameness of colour fem acc pl ὁμοχροίᾱς , ὁμόχροια sameness of colour fem gen sg (attic doric aeolic) ὁμοχροίᾱς , ὁμόχροια sameness of colour fem acc pl (ionic) ὁμοχροίᾱς , ὁμόχροια sameness of colour fem gen sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοχροίη — ὁμόχροια sameness of colour fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοχροίην — ὁμόχροια sameness of colour fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόχροιαν — ὁμόχροια sameness of colour fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοχρωμία — η [ομόχρωμος] η ομόχροια, η ιδιότητα τού ομόχρωμου, η ομοιότητα τού χρώματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”